σανσκριτικός

σανσκριτικός
η , ό[ν] санскритский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σανσκριτικός" в других словарях:

  • σανσκριτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλασική γλώσσα τών αρχαίων Ινδών 2. το θηλ. ως ουσ. η Σανσκριτική γλωσσ. η κλασική ινδική γλώσσα, φιλολογικά επεξεργασμένη, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική, λόγω τού ότι σ αυτήν είναι γραμμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στα σανσκριτικά: Σανσκριτική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τής σανσκριτικής γλώσσας καθώς και με τα κείμενα που είναι γραμμένα στην γλώσσα αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανσκριτικός + λόγος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»